- κεντρηνεκής
- κεντρηνεκής, -ές (Α)(για άλογο) αυτός που κεντρίζεται, που παροτρύνεται για να τρέξει («κεντρηνεκέας ἔχον ἵππους», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -ηνεκής. Το β' συνθετικό τής λ. ανάγεται σε τ. -ενεκ-ής, στον οποίο απαντά το θέμα τών ἐνεγκεῖν, ἐνεχθῆναι με τροπή τού αρχικού -ε- σε -η- λόγω τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. δι-ηνεκής, δουρ-ηνεκής)].
Dictionary of Greek. 2013.